- προσεξανίσταμαι
- Α [ἐξανίσταμαι]1. σηκώνομαι μπροστά σε κάποιον ή σε κάτι («προσερπύσας καὶ λαβόμενος τοῡ ἱματίου ταῑς χερσὶ καὶ προσεξαναστὰς πρὸς τὰ γόνατα», Πλούτ.)2. σηκώνομαι για να συναντήσω κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεξανέστη — προσεξανίσταμαι rise up to plup ind act 1st sg προσεξανίσταμαι rise up to aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεξαναστάς — προσεξαναστά̱ς , προσεξανίσταμαι rise up to aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)